20.5.10

Λογοτεχνικά

Βιογραφικό σημείωμα
Ο Σωτήρης Μ. Τσιλίκας γεννήθηκε από Κολινδρινούς γονείς στον Γιδά (Αλεξάνδρεια Ημαθίας), όπου και τέλειωσε τις βασικές σπουδές. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική. Συνέβαλε για μια επταετία στην Κοινωνική Ψυχιατρική του Ν. Έβρου, ως βασικός συνεργάτης του καθηγητή Π. Σακελλαρόπουλου. Από το 1997 εργάζεται στο Ψυχιατρικό Τμήμα του Ιπποκρατείου Γ. Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης. Είναι παντρεμένος και έχει μια κόρη και ένα γιό.
Η «Ελβίρα» είναι το πρώτο λογοτεχνικό του έργο. Εκδόσεις Γράφημα Θεσσαλονίκη 2009

Το παρακάτω διήγημα, είναι χρονογράφημα που θα εκδοθεί στο μέλλον με άλλα διηγήματα.

Σωτήρης Μ. Τσιλίκας.

«ΕΝΑ ΚΑΚΟ ΟΝΕΙΡΟ. ΕΝΑΣ ΕΦΙΑΛΤΗΣ»
(Γράφτηκε 3 Μαρτίου 2010)

Μάρτιος 2010. Έχουν ανακοινωθεί τα οικονομικά μέτρα στην Ελλάδα. Οι συζητήσεις στη χώρα αλλά και το εξωτερικό, δίνουν και παίρνουν. Ο καθένας εκφράζει άποψη. Άλλοι ότι πρέπει να είμαστε μονιασμένοι αυτή την εφιαλτική περίοδο και ότι είναι σωστά τα μέτρα για να σωθεί η χώρα. Άλλοι ότι πρέπει να κυνηγηθούν όλοι όσοι ασέλγησαν στο σώμα της πατρίδας και να πληρώσουν μόνο αυτοί. Άλλοι πάλι ότι πρέπει να αντιδράσουμε συνειδητά και με πλήρη γνώση και ευθύνη. Γιατί πρόκειται για καλά σχεδιασμένη και ενορχηστρωμένη επίθεση ορισμένων κέντρων, σε παγκόσμιο επίπεδο, για να μαζευτεί σ’ αυτούς το χρήμα, στύβοντας τους λαούς και πάει λέγοντας.

Μαλβίδες. Ο νεαρός έλληνας Έλληνας Ελευθεριάδης του Πλάτωνα και της Ουρανίας, ξύπνησε έντρομος. Μούσκεμα στον ιδρώτα, ανακάθισε στο κρεβάτι, τρέμοντας σύγκορμος. Του πήρε αρκετά δευτερόλεπτα μέχρι να συνέλθει.
Τελικά το αποφάσισε ότι ήταν όνειρο και ανάπνευσε με ανακούφιση.
        «Μα τόσο ζωντανό όνειρο; Τι όνειρο, εφιάλτης του κερατά».
Είχε αφήσει στην πισίνα του ξενοδοχείου τη σύζυγο και αυτός ανέβηκε για έναν υπνάκο. Και τελικά του βγήκε ξινό.
Τώρα ξυπνητός, στην ασφάλεια της πραγματικότητας και ενώ δεν είχε συνέλθει τελείως, άρχισε να αναπλάθει το όνειρο.

Είδε τον εαυτό του να κοιμάται γαλήνια, αφημένος ηδονικά σ΄ ένα πουπουλένιο στρώμα.
Ήταν στο γαμήλιο ταξίδι, που το προετοίμαζαν ένα εξάμηνο, να τους βγεί καλό και να μείνει αξέχαστο. Στην τελετή τότε, είχαν ανταλλάξει όρκους αιώνιας πίστης, αγάπης και αφοσίωσης.
Την επόμενη στιγμή η αγαπημένη του, από το πουθενά, βρέθηκε σκυμμένη πάνω του.
Πρόσεξε ότι φερόταν κάπως περίεργα. Προσπάθησε να δει καλλίτερα. Πράγματι …
-«Τι είναι αυτή η σύριγγα;», της είπε με έκπληξη, ενώ πολύ στο βάθος, κάποια καμπανάκια σήμαναν συναγερμό.
Η αγαπημένη του, χωρίς να αποκριθεί και πριν αυτός συνέλθει από το αναπάντεχο, βύθισε τη βελόνα βαθιά στο δέρμα του και πίεσε το έμβολο.
- «Τι είναι;». Της φώναξε και ανακάθισε, αλλά ήδη η ένεση ήταν πια γεγονός.
- «Μην ανησυχείς. Έχε μου εμπιστοσύνη». Του είπε άχρωμα.
Την επόμενη στιγμή από παρατηρητής, μπήκε ξανά στο όνειρο.
Ένοιωσε το φάρμακο να ξαπλώνεται και πάλι στο σώμα του, μα ήταν πια αργά να αντιδράσει. ΄Έβλεπε, σκεφτόταν, ένοιωθε, μα να κινηθεί ήταν αδύνατο. Είχε τη σφοδρή επιθυμία, αλλά είχε παραλύσει η μετατροπή της σε θέληση. Το σώμα δεν υπάκουε.
Σαν αστραπή του ΄ρθε στο νου ένα ντοκιμαντέρ με πυγμαίους. Είχαν ένα δηλητήριο. Παρέλυε το θύμα τους, που κατά τα άλλα ήταν εντελώς ξυπνητό. Φρίκη.
Ένοιωθε το ίδιο. Ήταν εντελώς ξυπνητός και εντελώς ανήμπορος, παράλυτος.
Κοίταξε την αγαπημένη του γυναικούλα, μην πιστεύοντας στα μάτια του. Την κοίταξε έντονα, ικετευτικά, σα να της έλεγε: Γιατί; Τι γίνεται, δεν καταλαβαίνω, πες μου. Νοιώθω φριχτά. Νοιώθω φριχτά.
Η γυναίκα, του ‘ ριξε ένα λυπημένο βλέμμα και απομακρύνθηκε. Γύρισε γρήγορα, κρατώντας κάτι στα χέρια της.
Την κοίταζε και δεν καταλάβαινε. Αυτή τότε, κατέβασε την πιζάμα του και μαζί με το σλίπ, την τράβηξε μέχρι τα γόνατα.
Ξαφνικά είδε με έκπληξη το πουλί του να έρχεται σε στύση, αυτόματα, χωρίς καμιά ηδονή και φούντωσε τρελά η ανησυχία.
Κοίταξε τη γυναίκα. Το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο. Είδε ότι κρατούσε ένα ψαλίδι και μια μεζούρα. Το μυαλό του σταμάτησε εντελώς. Είχε μπλοκαριστεί και δεν έπαιρνε μπρος.
Με τα πάλλευκα χεράκια της, άπλωσε τη μεζούρα στο πουλί του.
        «14 πόντοι», μονολόγησε.
Τον κοίταξε θλιμμένα.
        «Οι άλλες γυναίκες στην παρέα και ‘ γω μαζί, για λόγους αλληλεγγύης, αποφασίσαμε, οι σύντροφοί μας, να μην έχουν τόσο μεγάλο πουλί».
Την άκουγε και δεν μπορούσε να πιστέψει τα παλαβά που του ΄λεγε.

Αυτή τότε, με έναν οικολογικό μαρκαδόρο, σημείωσε τους πόντους με κάθετες γραμμές.
Ανήμπορος και αβοήθητος, την κοίταζε εντελώς χαμένος, στη θάλασσα της απελπισίας.
Τον κοίταξε και αυτή αλλά με βλέμμα σταθερό. Δεν είχε κανένα φως εκείνο το βλέμμα.
        «Πρέπει να κόψουμε έναν πόντο». Είπε άχρωμα.
Αυτός την κοιτούσε σαν απαθής, μα αν δεν είχε παραλύσει, θα ούρλιαζε ατό τον τρόμο και θα την έσπρωχνε μακριά.
Μες στην ανημπόρια, το βλέμμα του έγινε εκφραστικό και της μιλούσε, όπως μόνο τα βλέμματα ξέρουν να μιλούν, κάποιες ανεπανάληπτες φριχτές στιγμές.
Αυτό το βλέμμα, της μιλούσε και της έλεγε πως ο 14ος πόντος είναι η περιοχή της μεγάλης ηδονής , της χαράς και του κεφιού και χωρίς αυτό το κεφαλάκι, υπάρχει αναπηρία. Ούτε και η ίδια θα μπορούσε να ικανοποιηθεί από έναν ευνούχο.
Της τόλεγε και το ξανάλεγε να το καταλάβει.
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι χαρακτηριστικά. Καταλάβαινε τι της έλεγε, αλλά όμως έπρεπε αυτό να γίνει.
Αποφασιστικά έπιασε το ψαλίδι και προσεκτικά το ευθυγράμμισε στην τελευταία γραμμή. Ύστερα ψαλίδισε.
Ο Έλληνας βυθίστηκε στην κόλαση.

Όταν ένοιωσε να συνέρχεται, νοιώθοντας πόνο στο κεφάλι της χαράς, είδε που έχασκε στη θέση του μια πληγή γεμάτη με ξεραμένο αίμα. Και εντελώς εξωπραγματικά, η στύση άγρια συνεχιζόταν.
Δεν πίστευε στα μάτια του γι αυτό που του συνέβη. Δεν είναι δυνατόν. Γεμάτος απόγνωση, πόνο και φρίκη, αναζήτησε την αγαπημένη του γυναικούλα, που τώρα πια δεν αναγνώριζε. Ήταν ένας λύκος που φιλούσε πρόβατα.
Το πρόσωπό της ήταν μια ασάλευτη μάσκα, που όμως, να τώρα, είχε μια ελαφρά κινητικότητα.
        «Τελικά, πρέπει να κόψουμε και τον 13ο πόντο και βλέπουμε», είπε βραχνά, αλλά σταθερά και ξανάπιασε το ψαλίδι.
Ο Έλληνας, για μια ακόμη φορά, ξαναπήγε στην κόλαση.

Φαίνεται ότι ο οργανισμός του δεν άντεχε να συνεχιστεί ο εφιάλτης. Βρήκε τη λύση του ξυπνήματος και συνήλθε στη διάσταση της πραγματικότητας.

-«Τι όνειρο! Τι εφιάλτης! Ούτε στον χειρότερο εχθρό σου να μην ευχηθείς , τι να ευχηθείς, ούτε να καταραστείς τέτοιο πράμα».
- «Τελικά, ευτυχώς που ήταν εφιάλτης και δεν ήταν πραγματικότητα», σκέφτηκε ανατριχιάζοντας.
Τώρα, στην ασφάλεια της πραγματικότητας, σκέφτηκε ότι τα παλαβά που βίωσε σαν αληθινά στο όνειρο, δεν μπορεί, θα είχαν κάποια αιτία. Είναι δυνατόν η αγαπημένη του να τον πρόδωσε, για να ικανοποιήσει τις άλλες γυναίκες της παρέας; Εκτός και αν τις είχε υπνωτιστικά παρασύρει όλες, ένας Μάνσον.
«Ας σηκωθώ να ξυπνήσω. Να συνέλθω εντελώς και να φύγω απ΄ αυτήν την τρέλα». Σκέφτηκε.
Σηκώθηκε να πάει να ρίξει κρύο νερό στο πρόσωπό του να συνέλθει και να κατεβεί στην πισίνα.
Περνώντας από το ξύλινο γραφείο, χτύπησε με τρεμάμενο χέρι καλού – κακού 3 φορές, ενώ του ΄ρχονταν και πάλι ανατριχίλα.

Σχόλιο:
Χρειάζεται βέβαια η ανάλυση και η εξήγηση του ονείρου.
Να μην ξεχνούμε ότι: Φαλλός είναι το «πουλί» (πέος), η εξουσία, η θέση, το χρήμα, ο μισθός κλπ κλπ
Πάντως σαν ηθικό δίδαγμα, μπορούμε να πούμε: Καλό είναι να μην μας πιάνουν στον ύπνο. Όταν είμαστε ξυπνητοί και ξύπνιοι, δεν κινδυνεύουμε τόσο πολύ να μας βρουν εφιάλτες. Αυτό άλλωστε αποτελεί και προσωπική μας ευθύνη και επιλογή.




.
Ενημερωτικά:


Ελβίρα
Όταν η τρέλα δεν λεγόταν με τ’ όνομά της

Μυθιστόρημα
Προσεχώς β΄ έκδοση 2010

Ο ήρωας του έργου, βρίσκεται σε καταστάσεις ρευστές, που χαρακτηρίζονται από εσωτερικές συγκρούσεις με υπαρξιακές αναζητήσεις. Ψάχνει για αγάπη, ενώ φοβάται την εγκατάλειψη. Προσπαθεί και ανοίγει μονοπάτια, που τα διαμορφώνει σε δρόμους ζωής. Επιλέγει ανθρώπους που καλύπτουν τις ανεπάρκειές του, ενώ ανακαλύπτει μέσα του ανθρώπους από το παρελθόν, που τον κρατούν δέσμιο και καθορίζουν την πορεία της ζωής του. Έχει την ανάγκη και ψάχνει να βρει την καλή εικόνα του ευνουχισμένου πατέρα στο πρόσωπο σεβάσμιου ιερωμένου και της κυριαρχικής μητέρας στο πρόσωπο γυναικών, που νοιώθει έλξη και ταυτόχρονα φόβο, ώσπου συναντάει την Ελβίρα.
Τελικά, μέσω της ερωτικής ιστορίας, ψάχνοντας τον εαυτό του, επαναπροσδιορίζει τις σχέσεις του με τον εαυτό, τους άλλους και τις αξίες στη ζωή. Ανοίγει δρόμους, στηριζόμενος στη λογική και προσπαθεί να στηρίξει τον εαυτό του και να στηριχθεί απ’ αυτόν. Όμως φαίνεται ότι δεν φθάνει μόνον αυτό, γιατί στη μοναξιά, το Ασυνείδητο συνεχίζει το παιχνίδι του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου